- συνελαφρίζειν
- σύν-ἐλαφρίζωmake lightpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνελαφρίζω — Α συντελώ στην ανακούφιση («συνελαφρίζειν τοὺς πόνους», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐλαφρίζω «καθιστώ ελαφρό, ανακουφίζω, παρηγορώ»] … Dictionary of Greek